λίνεα — λίνεος of flax neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινέας — λινέᾱς , λίνεος of flax fem acc pl (epic) λινέᾱς , λίνεος of flax fem gen sg (attic doric aeolic) λινέᾱς , λίνεος of flax fem acc pl λινέᾱς , λίνεος of flax fem gen sg (attic doric aeolic) λινέᾱς , λινεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινέαι — λίνεος of flax fem nom/voc pl (epic) λίνεος of flax fem nom/voc pl λινέᾱͅ , λίνεος of flax fem dat sg (attic doric aeolic) λινέᾱͅ , λίνεος of flax fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόπλυτος — νεόπλυτος, ον (Α) αυτός που πλύθηκε πρόσφατα, ο φρεσκοπλυμένος («εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πλυτος (< πλύνω), πρβλ. παλίμ πλυτος] … Dictionary of Greek
λινέαις — λίνεος of flax fem dat pl (epic) λινέᾱͅς , λίνεος of flax fem dat pl (attic) λίνεος of flax fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)